-
1 γεννικός
γεννικός, = γενναῖος, bes. übertr., edel, Plat. Theaet. 144 d; ἦϑος γεννικώτερον Phaedr. 279 a; trefflich, ὦ γεννικώτατον κρέας Ar. Equ. 457; εὐωχίαι Eub. Ath. VIII, 347 d.
1 γεννικός
γεννικός, = γενναῖος, bes. übertr., edel, Plat. Theaet. 144 d; ἦϑος γεννικώτερον Phaedr. 279 a; trefflich, ὦ γεννικώτατον κρέας Ar. Equ. 457; εὐωχίαι Eub. Ath. VIII, 347 d.